- σταχυοτόμος
- και σταχυητόμος, -ον, Α1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σταχυοτόμοςθεριστική μηχανή2. φρ. «σταχυητόμον ὅπλον» — το δρεπάνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος, + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμη-τόμος. Το συνδ. φων. -η- τού τ. σταχυητόμος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.